- πρωτοφανήσιμος
- -η, -ο, Ν [πρωτοφανής]1. (για καρπούς ή λαχανικά) αυτός που παράγεται νωρίς, πρώιμος2. πρωτοφανής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτόφαντος — η, ο, Ν 1. πρωτοφανής 2. πρωτοφανήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φαντός (< φαίνω), πρβλ. πολύ φαντος] … Dictionary of Greek